-
1 συναθροίζω
A gather together, assemble, esp. of soldiers, X.An.7.2.8, etc.;τὸ ναυτικόν Lys.2.34
;ἀγέλην Babr.124.8
;σ. ἐπὶ τὴν πόλιν.. Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρους Pl.Mx. 243b
:—[voice] Pass., X.An.6.5.30, Act.Ap.12.12.2 of things, gather into one mass,τὸ κάταγμα εἰς ἕν Ar.Lys. 585
(anap.); τὸ σῶμα ς. bring the body together, Pl.Ti. 44d:—[voice] Pass.,ἐὰν εἰς μίαν.. πόλιν.. συναθροισθῇ τὰ.. Χρήματα Id.R. 422d
; τούτων συνηθροισμένων to sum up, therefore, ib. 563d;σ. εἰς ἕν Id.Ti. 25b
; ;συνηθροισμένη τῇ πόλει δόξα Lycurg.110
;συνηθροισμένον πᾶν ἰσχυρόν Thphr.Ign.12
, cf. Vent.26;Χρόνῳ τὸ μῖσος -ηθροίσθη Phld.Piet.30
.3 of a single person, οὐ συνήθροισται στρατῷ has not joined the main army, E.Rh. 613.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναθροίζω
-
2 προπετής
A falling or slipping down in bed,εἰ π. γένοιτο Hp.Prog.3
;π. ἐπὶ πόδας Id.Coac. 487
;π. ἂν ἐγίνετο ἡ βάδισις
out of control,Arist.
IA 712a29, cf. Diocl.Fr. 142.2 inclined forward,κεφαλὴ τοῦ βραχίονος π. ἐς τοὔμπροσθεν Hp.Art.1
; - έστεραι γένυες more prominent, ib.31;ὁ μὲν αὐχὴν.. μὴ π. πεφύκοι X.Eq.1.8
; sloping, of shoulders, Gal.1.623; stooping,μὴ ὀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ -έστερος Arist.Phgn. 807b31
.4 drooping, at the point of death, ζῇ γὰρ π. ib. 976 (anap.);ἡ π. Μοῖρα
untimely,IG
5(1).1355 (Messenia, ii A. D.).5 prominent, of the eyes, Poll.1.189, Philum. ap. Orib.Syn.8.10, Alex.Aphr.Pr.2.22; γνάθοι, ὀφρῦς, Poll.4.68, 134.II metaph.,1 being upon the point of,πολιὰς ἐπὶ χαίτας π. E.Alc. 909
(lyr.);τύμβου π. παρθένος Id.Hec. 150
(anap.).2 ready for, prone to a thing, ἐπί or εἴς τι, X.HG2.3.15, 6.5.24;πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Lg. 792d
: c. inf.,- έστατος μεταστῆσαι X.HG2.3.30
.4 precipitate, rash, reckless,π. σώματος ἡδοναί Aeschin.1.191
; π. γέλως uncontrolled laughter, Isoc.1.15;εἴ τι -έστερον ἔπραττον Hyp. Dem.Fr.6
, cf. Men.Pk. 441;ἡ π. ἀκρασία Arist.EN 1150b26
;π. βίος Men.382
;π. γλῶσσα Alciphr.3.57
; of a lot, drawn at random, Pi. N.6.63.b of persons,οἱ θρασεῖς προπετεῖς Arist.EN 1116a7
;τὰ θήλεα.. [τῶν ἀρρένων] -έστερα Id.HA 608b1
; μανικὸς καὶ π. ἐπὶ τῶν κινδύνων Theopomp. Hist. 268;οἱ π. Arr.Epict.4.13.5
;οἱ γλώσσῃ προπετεῖς APl.4.89
(Gall.); τὸ π., = προπέτεια, opp. τὸ σεμνόν, Hp.Medic. 1.5 ἁρμονίαι π. flowing rhythms, D.H.Dem.40.6 Medic., subject to diarrhoea, Ath.13.584d ([comp] Comp.).2 metaph., headlong, hastily, π. φέρεσθαι εἰς τὴν τυραννίδα Id Hier.7.2;προπετέως ταχυγλωσσότεροι Hp.Epid.4.45
;ἐπερέσθαι π. X.Cyr.1.3.8
, cf. Mem. Epit.306; ἀποκρίνεσθαι, ἀποφαίνεσθαι, etc., Pl.Phlb. 45a, Isoc.12.272, etc.; π. ἔχειν to be rash, X.Cyr.1.4.4 (v.l.);μηδὲν.. πράξῃς π. Men. 574
; prematurely, AP5.144 (Asclep.);- έστερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς Plb.3.102.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προπετής
-
3 προπετης
21) брошенный прочь, отброшенный (sc. τὸ κάταγμα Soph.)2) наклоненный вперед, наклонный(βάδισις Arst.)
ὅ αὐχέν μέ π., ἀλλ΄ ὀρθός Xen. — (конская) шея не опущенная, а крутая3) склоняющийся (близкий) к концуπ. πολιὰς ἐπὴ χαίτας Eur. — доживший до седых волос;
ζῇ π. Soph. — еще живой4) склонный, влекомыйπροπετέστατος ποιεῖν τι Xen. — горящий желанием сделать что-л.5) стремительный, неудержимый, необузданный(τοῦ σώματος ἡδοναί Aeschin.; γέλως Isocr.; οἱ θρασεῖς Arst.)
6) опрометчивый, необдуманный
См. также в других словарях:
κάταξις — κάταξις, εως, ιων. τ. κάτηξις, ιος, ἡ (Α) 1. σύντριψη, θραύση, κάταγμα, σπάσιμο 2. η διαίρεση σε μεγάλα μέρη («ὅτι ἡ μὲν κάταξις διαίρεσις καὶ χωρισμὸς εἱς μεγάλα μέρη, θραῡσις δὲ εἱς τὰ τυχόντα και πλείω δυοῑν», Αριστοτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ… … Dictionary of Greek
ρήγμα — Διάρρηξη ενός στρώματος του φλοιού της Γης, λιγότερο ή περισσότερο βαθιά, κατά μήκος της οποίας τα αποχωριζόμενα τεμάχια υφίστανται σχεδόν πάντα μετακίνηση, που ποικίλλει από λίγα εκατοστά έως χιλιάδες μέτρα. Τα Ρ., που γενικά έχουν τεκτονική… … Dictionary of Greek
συναθροίζω — ΝΜΑ [αθροίζω] συγκεντρώνω πρόσωπα, ζώα ή πράγματα στο ίδιο μέρος για τον ίδιο σκοπό (α. «συναθροίζει τα χρήματα σε ένα συρτάρι» β. «συναθροίζειν ἀγέλην», Βάβρ. γ. «τὸ κάταγμα λαβόντας δεῡρο ξυνάγειν καὶ ξυναθροίζειν εἰς ἕν», Αριστοφ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
σωλήνας — Μακρουλό και διάτρητο σώμα όπως το καλάμι: σιδερένιος σ., σ. πυροβόλου, σ. καπνοσύριγγας κλπ. Επίσης πεπτικός σ. καθώς και ένα είδος οστρακόδερμου. Οι σωλήνες χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη βιομηχανία για πολλαπλές χρήσεις. Στη φωτογραφία,… … Dictionary of Greek